Κάσον

Κάσον
Κάσος
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κάσον, Λιούις Τόμας — (Sir Lewis Thomas Casson, Μπίρκενχεντ 1875 – 1969). Βρετανός ηθοποιός και παραγωγός του θεάτρου. Από το 1903 εργάστηκε ως επαγγελματίας ηθοποιός σε διάφορα θέατρα στο Λονδίνο, στο Μάντσεστερ και στις ΗΠΑ. Με ιδιαίτερη προτίμηση στο δραματικό… …   Dictionary of Greek

  • Κάσον, Στάνλεϊ — (Stanley Casson, 1889 – 1944). Άγγλος αρχαιολόγος. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Αθήνα και όλες οι εργασίες και μελέτες του αναφέρονται στην ελληνική αρχαιολογία, η οποία του προκαλούσε έντονο θαυμασμό και επιστημονικό ενδιαφέρον. Έγραψε …   Dictionary of Greek

  • Karpathos — Infobox Greek Isles name = Karpathos native name = Κάρπαθος skyline = Pigadia.jpg sky caption = Pigadia coordinates = coord|35|35|N|27|08|E chain = Dodecanese isles = 7 area = 324.800 highest mount = Mt. Lastos elevation = 1215 periph = South… …   Wikipedia

  • Kalymnos — Gemeinde Kalymnos Δήμος Καλυμνίων (Κάλυμνος) …   Deutsch Wikipedia

  • Карпатос — В этой статье не хватает ссылок на источники информации. Информация должна быть проверяема, иначе она может быть поставлена под сомнение и удалена. Вы можете …   Википедия

  • κάσσον — (I) κάσσον και κάσον, τὸ (AM) μσν. το τμήμα τής προίκας, το ένα τέταρτο, που μετά τον θάνατο τής γυναίκας περιερχόταν στον σύζυγο αρχ. χοντρό και τραχύ ένδυμα, ιμάτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάσσος* (Ι) με αλλαγή γένους]. (II) κάσσον, τὸ… …   Dictionary of Greek

  • κουδούνα — η μεγάλο κουδούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουδούνι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κασόν α, κεφάλ α)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”